Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

«Η πλατεία ήταν γεμάτη...»*

Χαρακτικό για το Μπλόκο της Κοκκινιάς

(*Τότε, από μελλοθάνατους. Τώρα;)






Πέρασαν 67 ολόκληρα χρόνια από τη μαζική φυσική εξόντωση – είτε επιτόπου είτε με τη μεταφορά τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στο Χαϊδάρι και την Ανατολική Ευρώπη – εκατοντάδων, χιλιάδων αγωνιστών στο μπλόκο της Κοκκινιάς στις 17 Αυγούστου 1944. Πώς μπορεί κανείς να το ξεχάσει; Πώς να μην ανατρέξει σ’ εκείνους που όρθιοι στον τοίχο, λίγο πριν τους εκτελέσουν φώναζαν «αδέρφια, μη φοβάστε, θα νικήσουμε»; Πώς να μην αναζητήσει σ’ εκείνους τους ανθρώπους έμπνευση και κουράγιο, για να ξεπεράσει ο ίδιος τα μικρά, τα ασήμαντα «δεσμά» που τον κρατάνε τόσο καιρό, που δεν τον αφήνουν να αντιδράσει στη ζοφερή πραγματικότητα που ζει; Γιατί σ’ εμάς άραγε φαίνεται τόσο δύσκολο να χάσουμε πράγματα πολύ πιο ασήμαντα (όπως ένα μεροκάματο τη μέρα της απεργίας ή την εύνοια του τοπικού «κομματάρχη» που μας έταξε μια «θεσούλα»), ενώ εκείνοι οι άνθρωποι θυσίαζαν τη ζωή τους;


Αναρωτιέμαι πολλά χρόνια τώρα τι ήταν αυτό που έκανε τους Κοκκινιώτες αγωνιστές (και όλους όσους τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και εκείνα που ακολούθησαν ύψωσαν το ανάστημά τους) καλύτερους, πιο θαρραλέους από εμάς, τους σύγχρονους – έστω έμμεσους – απογόνους τους. Και νομίζω πως πλέον έχω μια απάντηση, έστω επιμέρους.
Όχι δεν είχαν γεννηθεί ήρωες. Όχι δεν ήταν λιγότερο φοβισμένοι από εμάς. Όχι δεν αγαπούσαν τη ζωή και τις ομορφιές της, τις ανέσεις και τις χαρές της λιγότερο από εμάς. Μόνο που είχαν κάτι που στην πορεία της ελληνικής – και όχι μόνο – κοινωνίας χάθηκε : ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ. Οι Γερμανοί στις 17 Αυγούστου του 1944, λίγο πριν αρχίσουν το αποτρόπαιο «έργο» τους διαλέγοντας καθ’ υπόδειξη των κουκουλοφόρων δοσίλογων αυτούς που θα βασανίσουν και θα σκοτώσουν, συγκέντρωσαν τους Κοκκινιώτες στην πλατεία της Οσίας Ξένης. Στην ίδια πλατεία που έμελλε να μαρτυρήσουν, οι Κοκκινιώτες μοιράζονταν όλη τους τη ζωή. Χαρές και βάσανα. Υπήρχε τότε η γειτονιά. Έλεγε ο μελλοθάνατος «κουράγιο αδέλφια» και η λέξη «αδέλφια» είχε νόημα. Υπήρχαν γύρω του άνθρωποι με τους οποίους είχε μοιραστεί όλη του τη ζωή.


Σήμερα; Σήμερα ο καθένας μας βρίσκεται απομονωμένος στα δικά του προβλήματα και στις δικές του – όσες μπορεί να βρει – μικροχαρές. Κλεισμένοι σε μικρά κουτάκια-διαμερίσματα, ανώνυμοι μέσα σε πόλεις αχανείς, χαμένοι μπροστά στην οθόνη της τηλεόρασης, παλεύουμε μόνοι μας να σταθούμε όρθιοι. Γι’ αυτό και αισθανόμαστε ανήμποροι. Δεν έχουμε ποιον να πιάσουμε από το χέρι, για να μπορέσουμε να πάρουμε κουράγιο και να αντισταθούμε σε όσα μας πνίγουν. Δεν υπάρχει η πλατεία της γειτονιάς, ως τόπος συνάντησης, συζήτησης, αλληλοϋποστήριξης.
Ένα πρώτο βήμα στην «ανακατάληψη» του δημόσιου χώρου έγινε πριν λίγες εβδομάδες, με τις συνελεύσεις των «αγανακτισμένων» στις πλατείες. Δε φτάνει όμως αυτό. Αν θέλουμε πραγματικά να μπορέσουμε να σταθούμε στα πόδια μας, πρέπει να κατακτήσουμε την πραγματική, ουσιαστική συλλογικότητα. Να ξεκινήσουμε από το να γνωρίσουμε το γείτονα, από το κάτω διαμέρισμα. Πώς τον λένε, πού δουλεύει, πώς τα βγάζει πέρα, τι ελπίζει και τι φοβάται για τα παιδιά του, μήπως χρειάζεται κάτι; Και να προχωρήσουμε. Να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλο. Ίσως έτσι, κάποια στιγμή να μη φοβόμαστε να υψώσουμε κι εμείς το «ανάστημά» μας. Και δεν είναι καθόλου μικρό.

1 σχόλιο:

  1. Η εικόνα που συνοδεύει το κείμενο είναι χαρακτικό του Τάσσου για το Μπλόκο της Κοκκινιάς.

    ΑπάντησηΔιαγραφή