Είναι δυνατόν τα ανθρώπινα δικαιώματα να είναι μία à la carte έννοια, η οποία θα προσαρμόζεται ανάλογα με τις γεωγραφικές, θρησκευτικές, πολιτισμικές ή άλλες διαφορές ή και θα μεταβάλλεται με βάση την εκάστοτε συγκυρία; Ασφαλώς όχι. Η εγγύτητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ουσία, τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα καθιστά οικουμενικά και αδιαπραγμάτευτα.
Ο πολιτισμικός σχετικισμός, ο οποίος, με το πρόσχημα του σεβασμού της κουλτούρας, της παράδοσης, των ιδιαιτεροτήτων κάθε ομάδας, ξεκινά από ενδεχομένως ευγενή κίνητρα, όπως λόγου χάρη την αντίσταση στην πολιτισμική ισοπέδωση και στην παγκόσμια επιβολή του δυτικού προτύπου, καταλήγει ωστόσο σε επικίνδυνους δρόμους. Γιατί είναι τέτοια η φύση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώστε - ανοίγοντας την πόρτα για μία μικρή και φαινομενικά «άκακη», ή ακόμα και «εύλογη», εξαίρεση - δεν υπάρχει πλέον ευδιάκριτο όριο, δεν υπάρχει τέλος στην αλυσίδα των «εξαιρέσεων». Γι’ αυτό και κάθε εξαίρεση, έστω και η πιο μικρή, είναι εξίσου παραβίαση.
Άρα, πρώτο κρατούμενο, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν επιδέχονται εξαιρέσεις και «αστερίσκους». Ισχύουν έτσι, ως έχουν, παντού, πάντα και για όλους.
Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει μια κοινωνική πραγματικότητα που είναι σκληρή για τους ανθρώπους, οι οποίοι καλούνται στην πράξη και σε καθημερινή βάση να ξεπεράσουν τα στερεότυπα, τις φοβίες, τους μικρούς ή μεγάλους, φανερούς ή κρυφούς ρατσισμούς τους. Και η κρίση κάνει την πραγματικότητα αυτή ακόμα χειρότερη, σχεδόν εφιαλτική.
Η εκτίναξη της ανεργίας και της ανασφάλειας, η αύξηση της εγκληματικότητας, τα σχολεία που κλείνουν ή δουλεύουν χωρίς δασκάλους και χωρίς βιβλία και, κυρίως, η αύξηση όσων κινούνται ήδη στο κοινωνικό «περιθώριο», ακόμα και ο φόβος ότι πλέον όλοι μας κινδυνεύουμε να βρεθούμε στη θέση τους ανά πάσα στιγμή, δεν είναι στερεότυπα. Είναι νούμερα και επίσημες στατιστικές, είναι απολύτως πραγματικά. Προσφέρουν όμως γόνιμο έδαφος να φυτρώσει κάθε λογής προκατάληψη, κάθε ρατσισμός, κάθε φοβία.
Άρα, δεύτερο κρατούμενο, ο σεβασμός και η πραγματική θεμελίωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απαιτούν υπέρβαση των αιτίων που γεννούν τους πάσης φύσεως ρατσισμούς, διακρίσεις και αποκλεισμούς.
Ποια πρέπει, λοιπόν, να είναι μια πραγματικά αριστερή προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Η εξαγγελία τους, σε συμβολικό και νομικό επίπεδο, έχει ήδη υιοθετηθεί από το αστικό κράτος και τη διεθνή κοινότητα. Η αριστερά, όμως, αν θέλει την εφαρμογή τους «στην πράξη», δεν αρκεί να κάνει κηρύγματα «αφ’ υψηλού» για την αξία της ανεκτικότητας του διαφορετικού, για την ένταξη του «άλλου», του μειονοτικού, για την καθολικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Μια αριστερή προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χρειάζεται να λάβει υπόψη της και το δεύτερο στοιχείο. Πρέπει να αφουγκραστεί και να κατανοήσει την αφόρητη πίεση που νιώθουν όσοι βρίσκονται σε άμεση επαφή με τα οξυμμένα προβλήματα που καλλιεργούν τάσεις μισαλλοδοξίας και φόβου προς τον «άλλο», όποιος κι αν είναι αυτός σε κάθε περίπτωση. Πρέπει - χωρίς να κάνει την παραμικρή υποχώρηση από την καθολική ισχύ των δικαιωμάτων - να προτείνει λύσεις για τις αιτίες των αποκλεισμών.
Και κυρίως είναι αναγκαίο να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που ζουν μέσα στο εκάστοτε πρόβλημα. Χρειάζεται να είναι εκεί, να βρίσκεται «επί του πεδίου», να ξέρει από πρώτο χέρι για ποιο πράγμα μιλάει. Να δίνει η ίδια το παράδειγμα, μέσα από τους ανθρώπους της που θα είναι παρόντες, δεν θα ασκούν «υψηλή πολιτική» εκ του μακρόθεν. Διαφορετικά θα βρίσκουν χώρο να ξεφυτρώνουν διαρκώς δήθεν «αγανακτισμένοι πολίτες», φερέφωνα ακροδεξιών και ρατσιστικών οργανώσεων.
Αυτή είναι η καλύτερη υπηρεσία που μπορεί να προσφέρει η αριστερά στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Και είναι η μόνη που μπορεί να το κάνει. Γιατί μπορεί να βλέπει τον κόσμο της εργασίας στην ενότητα και στην καθολικότητά του, να προτάσσει αιτήματα που ενοποιούν και δεν διχάζουν. Και, κυρίως, γιατί αποτελεί η ίδια, οι άνθρωποί της, οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα του κόσμου αυτού.
Δημοσιεύτηκε στη στήλη "Συναντήσεις" της κυριακάτικης "Αυγής" (5/2/2012)
ΑπάντησηΔιαγραφή