Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Ένα ελάχιστο χρέος...

Τώρα λοιπόν που η ώρα των χορών τελειώνει (η χαρά, η δημιουργική χαρά, δεν τελειώνει ποτέ - μόνο έτσι προχωράει ο κόσμος...) και η ώρα της ευθύνης και της αναμέτρησης όλων μας με το μπόι μας ξεκινά, μια στιγμιαία παύση στο μεταίχμιό τους. Μια παύση για να αποδώσει κανείς - όπως μπορεί και όπως νιώθει - αυτή την ελάχιστη προσφορά που χρωστάμε, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, κάπου. Σίγουρα για όλους υπήρξε κάποιος ή κάποιοι που έγιναν, συχνά χωρίς να το ξέρουν, ο λόγος που βρεθήκαμε ή που παραμένουμε στην Αριστερά. Είτε δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας, είτε είναι ο σύντροφος, ο γονιός, ο φίλος, ο δάσκαλος δίπλα μας Σ' αυτούς λοιπόν ας σταθούμε μια στιγμή, να πούμε ένα "ευχαριστώ". Ο καθένας για τον εαυτό του. Εκεί που το οφείλει.
Ευχαριστώ, λοιπόν...

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Ν’ ανοίξουμε τα παράθυρα!

Στη δεδομένη χρονική συγκυρία ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε ένα ελαφρώς παράδοξο καθήκον για μια δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς: Την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, των θεσμών και του πολιτικού της περιεχομένου.
Σε λίγες μέρες βγαίνουμε από την πιο «σκοτεινή» ίσως περίοδο που βίωσε μεταπολιτευτικά η χώρα, όχι μόνο για την οικονομική δραστηριότητα και την κοινωνική συνοχή, αλλά και για την πολιτική και συνταγματική ζωή.
Σε επίπεδο πολιτικής ρητορικής η κυβέρνηση Σαμαρά ανέσυρε από το «χρονοντούλαπο της Ιστορίας» όλα τα μοτίβα του μετεμφυλιακού καθεστώτος: Πατρίδα, εθνικόφρονες και επικίνδυνοι. Και ακόμα χειρότερα, κατέφυγε μέχρι και στα προσφιλή στη ναζιστική Ακροδεξιά θέματα, με άξονα το αίμα και τη φυλή. Και βέβαια, όλα τα παραπάνω με γενναίες δόσεις παραπληροφόρησης και τρομοκρατίας.
Η πολιτική αυτή αντίληψη αντικατοπτρίζεται απολύτως και στη λειτουργία των θεσμών τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Είναι δύσκολο να σταχυολογήσει κανείς το σύνολο των αντιδημοκρατικών, αντικοινοβουλευτικών και αντισυνταγματικών παρεκτροπών της κυβέρνησης Σαμαρά. Αξίζει βέβαια να θυμηθεί κανείς τη «βροχή» των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου, τα πολυνομοσχέδια - «σκούπα» που περιλάμβαναν σωρεία μέτρων σε ένα μόνο άρθρο, τις δεκατέσσερις φωτογραφικές νομοθετικές ρυθμίσεις που ανέδειξε με έγγραφό του προς τη Βουλή ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και τη μόνιμη απαξιωτική απουσία του πρωθυπουργού από το κοινοβούλιο. Αξίζει να θυμηθεί τα παιχνίδια με τη Δικαιοσύνη και την προσπάθεια μετατροπής της σε εντολοδόχο της κυβέρνησης, τις «περίεργες» συνομιλίες κυβερνητικών στελεχών με τους υπόδικους πλέον νεοναζί. Και βέβαια την «αλλεργία» της κυβέρνησης έναντι κάθε δημοκρατικής διαδικασίας, την οποία αντιμετωπίζει φοβικά, ως ένα κακό που πρέπει να ξορκίσει.
Αυτή η αυταρχική και παθολογική αντίληψη αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στη διαδικασία της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Ομνύοντας, δήθεν, στο όνομα των θεσμών και του Συντάγματος, η κυβέρνηση «έπαιξε τα ρέστα της» στην προεδρική εκλογή, μην υπολογίζοντας το τεράστιο πλήγμα που προκαλούσε στην υπόσταση τόσο του προσώπου όσο και του ίδιου του θεσμού του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα. Η επίσπευση της εκλογής, η συζήτηση για «μαξιλαράκια», οι πιέσεις, οι εκβιασμοί, το άρον-άρον κλείσιμο της υπόθεσης των καταγγελιών για απόπειρα εξαγοράς της ψήφου βουλευτών, η συστηματική εξομοίωση της μη εκλογής Προέδρου και της προκήρυξης πρόωρων εκλογών με δήθεν εθνική καταστροφή και η εργαλειακή χρήση των συνταγματικών διατάξεων προκειμένου να εκβιαστεί η συναίνεση της αντιπολίτευσης στην κυβερνητική πολιτική, συνέθεσαν την εικόνα της διαδικασίας.
Όλα αυτά και πολλά άλλα θα ανήκουν σε λίγες μέρες στο παρελθόν. Και ο ΣΥΡΙΖΑ θα κληθεί να βάλει τη δική του σφραγίδα στην πολιτική ζωή της χώρας. Η διαδικασία της δημοκρατικής αναγέννησης της πολιτικής ζωής θα στηριχθεί αναγκαστικά σε μία δυναμική διαδικασία. Η Αριστερά θα κληθεί να υπερασπιστεί και να αποκαταστήσει τους αστικούς δημοκρατικούς θεσμούς και διαδικασίες που έχουν συστηματικά υποβαθμιστεί καθ' όλη τη μνημονιακή περίοδο. Και ταυτόχρονα, μέσα από αυτή την προσπάθεια, θα τους υπερβεί και θα τους εξελίξει.
Η πολιτική και κοινωνική ενέργεια που μπορεί να απελευθερώσει στις σημερινές συνθήκες η άσκηση της εξουσίας με διαφορετικούς όρους -πρώτα απ' όλα ορθολογισμού και πλουραλισμού και βέβαια δημοκρατίας, διαφάνειας, δημόσιας λογοδοσίας, κοινωνικής συμμετοχής- είναι τεράστια. Και η ενέργεια αυτή είναι από μόνη της ικανή να δώσει νέο περιεχόμενο στους θεσμούς, να ανανοηματοδοτήσει την αστική δημοκρατία και, τελικά, να την υπερβεί, μετασχηματίζοντας το θεσμικό πλαίσιο σε κάτι νέο.
Με άλλα λόγια, μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα κληθεί να αντιμετωπίσει τον αυταρχισμό, την αδιαφάνεια και τη γραφειοκρατία που συσσώρευσαν δεκαετίες επικυριαρχίας της αγοράς επί της πολιτικής και να ξαναφέρει την τελευταία στο προσκήνιο. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα κληθεί να υπερασπιστεί τους δημοκρατικούς θεσμούς, να αποκαταστήσει τη συνταγματική νομιμότητα και τη λειτουργία του κοινοβουλευτισμού. Και, ταυτόχρονα, να θέσει τις πολιτικές και θεσμικές βάσεις για τον μετασχηματισμό όχι μόνο του παραγωγικού και κοινωνικού ιστού, αλλά και των ίδιων των θεσμών.
Σε λίγες μέρες η πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς θα είναι μία πραγματικότητα. Και το πρώτο της καθήκον θα είναι να ανοίξει τα παράθυρα της εξουσίας, να φυσήξει καθαρός, φρέσκος αέρας.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Momentum και περιεχόμενο της συνταγματικής αναθεώρησης

Για πολλοστή φορά τα τελευταία δύο χρόνια, η Νέα Δημοκρατία θέτει θέμα συνταγματικής αναθεώρησης, την οποία αντιμετωπίζει ως "άσο" που ανασύρει από το "μανίκι" της κάθε φορά που η πολιτική της βγάζει σε αδιέξοδο. Ωστόσο, αξίζει κανείς να σταθεί τόσο σε αυτό καθεαυτό το περιεχόμενο της πρότασης όσο και στο momentum που επιλέγεται.
Πρώτον, η εσπευσμένη εκκίνηση της αναθεωρητικής διαδικασίας συνεχίζει μια κακή παράδοση αποτυχημένων, πρόχειρων και "από τα πάνω" αναθεωρήσεων. Το Σύνταγμα αποτυπώνει σε κάθε ιστορική συγκυρία τους κοινωνικούς συσχετισμούς και τις κυρίαρχες αντιλήψεις και, ταυτόχρονα, με τη σειρά του διαμορφώνει ώς έναν βαθμό την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή. Γι' αυτό και -εκτός της περίπτωσης των επαναστάσεων και των μεγάλων πολιτειακών ανατροπών- (θα έπρεπε να) αλλάζει με μακρόχρονες διαδικασίες, ως "ώριμο" κοινωνικό αίτημα. Κατά τούτο, προτάσεις όπως η άμεση εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που περιλαμβάνονται στα 21 σημεία της πρότασης της Ν.Δ., υπέρ και κατά των οποίων έχουν διατυπωθεί ισχυρότατα επιχειρήματα εκατέρωθεν, δεν μπορεί να συζητηθούν "στο γόνατο", διότι καθορίζουν βαθύτατα την ίδια τη φυσιογνωμία του πολιτεύματος και, άρα, απαιτούν σε βάθος επιστημονική, πολιτική και κοινωνική διαβούλευση.
Δεύτερον, η συνταγματική αναθεώρηση επιστρατεύεται από την κυβέρνηση ως ένας τρόπος να "παγώσει" τον ιστορικό χρόνο, τη στιγμή που τα αδιέξοδα του προηγούμενου αναπτυξιακού μοντέλου έχουν γίνει ορατά και το παλιό πολιτικό σύστημα καταρρέει με πάταγο. Ως ύστατη σανίδα σωτηρίας απέναντι στη διαφαινόμενη ανατροπή, η οποία θα έχει πολύ ευρύτερες συνέπειες από την απλή εκλογική αλλαγή, η άρον-άρον αναθεώρηση του Συντάγματος επιχειρείται να θέσει "ταφόπλακα" σε οποιαδήποτε απόπειρα ενός ευρύτερου μετασχηματισμού, μίας αλλαγής κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού παραδείγματος, που θα αποτυπωθεί και στον καταστατικό χάρτη της χώρας. Έτσι, πολλές από τις προτεινόμενες αλλαγές είτε υλοποιούν ευθέως τις νεοφιλελεύθερες επιδιώξεις (π.χ. αναθεώρηση του άρθρου 16 και ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων) είτε στρέφουν σε αντιδραστική κατεύθυνση την πολιτική ζωή (όπως π.χ. η πάση θυσία εξάντληση της τετραετίας, η θεσμοθέτηση μόνιμων υπηρεσιακών υφυπουργών Εξωτερικών, Άμυνας και Προϋπολογισμού με 5ετή θητεία ή ο περιορισμός του δικαιώματος δημόσιας συνάθροισης και ειρηνικής διαμαρτυρίας).
Τρίτον, η πρόταση της Ν.Δ. επιχειρεί να "καλύψει" συνταγματικά την απόλυτη έλλειψη πολιτικής βούλησης ακόμα και για σημειακού χαρακτήρα αλλαγές. Αφενός -μετά από 40 χρόνια διακυβέρνησης της χώρας και κυρίως μετά τον αντιδημοκρατικό κατήφορο της τελευταίας τετραετίας- η Ν.Δ. "θυμάται" ότι πρέπει να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και ο ρόλος των βουλευτών σε νομοθετικό και ελεγκτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, υπόσχεται να κατοχυρώσει συνταγματικά όλα εκείνα που έχει βάναυσα καταπατήσει με την κυβερνητική πολιτική και την κοινοβουλευτική πρακτική της. Αφετέρου η δημοσιοποιηθείσα πρόταση περιλαμβάνει και μία σειρά αλλαγών (π.χ. μικρή, ευέλικτη κυβέρνηση, κατάργηση του πλήθους των γενικών γραμματέων των υπουργείων, διαφάνεια στη διαχείριση των οικονομικών των πολιτικών κομμάτων, υποχρεωτική σύνταξη μελέτης σκοπιμότητας για τα μεγάλα δημόσια έργα και προμήθειες κ.λπ.) για τις οποίες δεν απαιτείται συνταγματική ρύθμιση, αλλά θα μπορούσαν να θεσπιστούν με τη συνήθη διαδικασία άμεσα. Παρ' όλα αυτά, η Ν.Δ. επιλέγει να τις παραπέμψει στις... συνταγματικές καλένδες.
Τέταρτον, έχει ενδιαφέρον να αντιπαραβάλει κανείς τα 21 σημεία, που δημοσιεύθηκαν αυτές τις μέρες, προς τα αντίστοιχα 31 που είχαν παρουσιαστεί από τον Αντ. Σαμαρά σε ειδική εκδήλωση τον περασμένο Μάιο. Από την προηγούμενη πρόταση απαλείφθηκαν, εκτός άλλων, η συνταγματική πρόβλεψη για το "πόθεν έσχες" των πολιτικών προσώπων και ο έλεγχος αποκλειστικά από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και η ενίσχυση της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας των ΜΜΕ. Με άλλα λόγια, η προστασία του συστήματος διαφθοράς και διαπλοκής καλά κρατεί...
Κλείνοντας, δύο μόνο σκέψεις -λόγω των γνωστών περιορισμών του έντυπου λόγου- για την αντιπρόταση της Αριστεράς, με την επιφύλαξη της αναλυτικής τους διατύπωσης σε επόμενο κείμενο.
Σκέψη πρώτη. Το περιεχόμενο μιας συνταγματικής αναθεώρησης που θα διαλέγεται πραγματικά με την κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας προκύπτει ευθέως από τη συσσωρευμένη αρνητική εμπειρία, ιδιαίτερα της τελευταίας τετραετίας και αφορά τέσσερις πυλώνες. Πρώτον, την εμβάθυνση της δημοκρατίας (συνταγματική καθιέρωση της απλής αναλογικής, λαϊκή νομοθετική και δημοψηφισματική πρωτοβουλία κ.λπ.). Δεύτερον, την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής (κατάργηση της ειδικής ποινικής μεταχείρισης των υπουργών, αναβάθμιση του ελεγκτικού ρόλου της Βουλής, ουσιαστικοποίηση των ελέγχων "πόθεν έσχες", πραγματική ανεξαρτησία και αυτοδιοίκητο της Δικαιοσύνης κ.ά.). Τρίτον, την αποτελεσματική κατοχύρωση, αλλά και τη διεύρυνση των θεμελιωδών δημοκρατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων (π.χ. ρητή κατοχύρωση του δικαιώματος στη στέγη ή του δικαιώματος του σεξουαλικού αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσης του σώματος, χωρισμός εκκλησίας-κράτους κ.λπ.). Και, τέλος, τη θέσπιση αντισταθμιστικών μηχανισμών αμοιβαίου περιορισμού των εξουσιών και δικλίδων ασφαλείας που δεν θα επιτρέψουν στο μέλλον αντιδημοκρατικές εκτροπές με κοινοβουλευτικό μανδύα, όπως αυτές που ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, με χαρακτηριστικότερη την "καταιγίδα" Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.
Σκέψη δεύτερη και, προς το παρόν, τελευταία. Τα παραπάνω αποτελούν απλά ένα minimum αλλαγών που θα μπορούσε να διαμορφώσει τη βάση ευρύτατης συναίνεσης και να απαντήσει άμεσα στο πιεστικό κοινωνικό αίτημα για δημοκρατία, ισότητα και αλληλεγγύη. Ωστόσο, ούτε το συνταγματικό όραμα της Αριστεράς εξαντλείται εδώ, ούτε και η θεσμική και δημοκρατική αναγέννηση της χώρας περνά μόνο μέσα από τις συνταγματικές διαδικασίες. Απλές νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως αυτές που ήδη περιλαμβάνονται στο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, με μεγάλο όμως ουσιαστικό και συμβολικό φορτίο, μπορούν να φέρουν θεαματικά αποτελέσματα. Και, βέβαια, η μεγάλη προσφορά της Αριστεράς στο επίπεδο της δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας θα είναι ένα νέο κοινοβουλευτικό ήθος και μία άλλη αντίληψη άσκησης της εξουσίας. Γι' αυτά όμως, σε επόμενο κείμενο.

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

5 απλές (;) ερωτήσεις για το πολιτικό χρήμα

Ως Υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Παπαδήμου, ο Τ. Γιαννίτσης, είχε ανοίξει το θέμα του πολιτικού χρήματος, καταθέτοντας ένα υπόμνημα με τη μορφή σειράς ερωτημάτων προς τη Βουλή. Η συζήτηση συνεχίζεται ζωηρή – κι ας επιχειρείται να κλείσει άγαρμπα, ως συνήθως, με το νομοσχέδιο που συζητείται τις μέρες αυτές.
Οι ρυθμίσεις του νομοσχεδίου γνωστές : κι άλλη μείωση της χρηματοδότησης των κομμάτων (της τάξης του 48%, επί του 70% που έχει ήδη περικοπεί την τελευταία μνημονιακή τετραετία), εξαντλητικός έλεγχος στις μικρές εισφορές μεμονωμένων προσώπων και, ταυτόχρονα, άρση της απαγόρευσης χρηματοδότησης από νομικά πρόσωπα (άρα και εταιρίες) κλπ. Η φιλοσοφία του, επίσης, κοινότοπη : τα κόμματα ως κύρια πηγή “κακοδαιμονίας” της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Στον αντίποδα, λοιπόν, αυτών, παρακάτω επιχειρείται να απαντηθούν πέντε φαινομενικά απλές, ίσως και απλοϊκές, ερωτήσεις.


1. Γιατί το κράτος να χρηματοδοτεί τα κόμματα;


Η αντιμετώπιση των κομμάτων ως πυλώνων της σύγχρονης δημοκρατίας δεν είναι κενό γράμμα. Εκπροσωπώντας στη δημόσια σφαίρα τα αντιπαρατιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα, τα κόμματα υπηρετούν τρόπον τινά “δημόσιους” σκοπούς. Άρα εύλογα χρηματοδοτούνται (και) από δημόσιες πηγές.
Άλλωστε, η κρατική χρηματοδότηση αποτελεί το διεθνή κανόνα, αφού υιοθετείται από το 60% των μελών του ΟΗΕ και το 91% των ευρωπαϊκών κρατών (1), όπως και την ίδια η ΕΕ, ενώ πλήθος διεθνών οργανισμών (Συμβούλιο της Ευρώπης, Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών, ΟΑΣΕ κ.ά.) αναγνωρίζει την αναγκαιότητά της και τη σημασία της για τον εκδημοκρατισμό του ίδιου του κομματικού συστήματος.
Άλλωστε, η εμπειρία των ελάχιστων χωρών που διέκοψαν την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων (π.χ. Ινδονησία) αποδεικνύει ότι η αύξηση της διαφθοράς υπήρξε κατακόρυφη.


2. Θα πληρώνουμε, λοιπόν, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τις παθογένειες των κομμάτων;


Είναι γεγονός ότι, από φορείς άρθρωσης κοινωνικών συμφερόντων και διεκδικήσεων, οι πυλώνες του μέχρι πρότινος “συγκλίνοντος δικομματισμού” μετατράπηκαν σε μηχανισμούς νομιμοποίησης αποφάσεων ειλημμένων εκ των προτέρων στο εξωπολιτικό και εξωθεσμικό πεδίο. Γι' αυτό και – ανεξαρτήτως των δημόσιων ή ιδιωτικών πηγών χρηματοδότησής τους – κατέληξαν να εξαρτούν απολύτως την υλική και πολιτική τους επιβίωση από την πρόσβασή τους στον κρατικό μηχανισμό και τη δυνατότητά τους να καθορίζουν, συχνά μονομερώς και αδιαφανώς, τις αποφάσεις που λαμβάνονται μέσω αυτού.
Η παθογένεια, επομένως, των πολιτικών κομμάτων αφορά το ίδιο το περιεχόμενο της δημοκρατίας και της πολιτικής – πλευρές δηλαδή μίας τεράστιας συζήτησης.
Η λύση, πάντως, σίγουρα δεν βρίσκεται στην αντικατάσταση των κομμάτων από την απευθείας και απροσχημάτιστη ένταξη των επιχειρηματικών συμφερόντων στο κέντρο της πολιτικής διαδικασίας (βλ. ήδη τη δυναμική εμφάνισή τους στο χώρο της Αυτοδιοίκησης). Άλλωστε, η πραγματική δημοκρατία – ο διάλογος, η επικοινωνία, η ζύμωση, η αντιπαράθεση, η εκλογή – είναι συχνά “ακριβή”. Αλλά σε κάθε περίπτωση πολύτιμη.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Σαν αρχαία τραγωδία

Το ερώτημα αν κάποιος υπακούει στον νόμο και στο δίκαιο είναι αρχέγονο. Από την εποχή του Κρέοντα και της Αντιγόνης”. Έτσι επέλεξε να απαντήσει ο Δήμαρχος Χαλανδρίου στις κραυγές όσων επιμένουν ότι “ο νόμος είναι νόμος” και θα εφαρμοστεί πάση θυσία στην περίπτωση των χιλιάδων εργαζομένων σε Δήμους, Πανεπιστήμια και αλλού, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας μετατράπηκαν από ορισμένου σε αορίστου χρόνου.

Καταρχήν, ο Υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης δεν έχει εξ ορισμού το νόμο με το μέρος του. Και όχι μόνο γιατί οι αναίτιες μαζικές απολύσεις με ποσοτικά και μόνο κριτήρια, στη βάση των μνημονιακών δεσμεύσεων, παραβιάζουν κατάφωρα την αρχή της νομιμότητας, της αποτελεσματικής και ορθολογικής συγκρότησης της δημόσιας διοίκησης, το δικαίωμα στην εργασία, στην ισότιμη συμμετοχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της χώρας και ούτω καθεξής. Όχι μόνο γιατί η διαδικασία της “εφόδου” ελεγκτικών κλιμακίων στους Δήμους παραβιάζει κατάφωρα τη συνταγματικά κατοχυρωμένη διοικητική τους αυτοτέλεια.

Εν προκειμένω, η νομιμότητα των κυβερνητικών αποφάσεων ελέγχεται, καθώς ο Υπουργός αποκρύπτει το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο “νόμος” που επικαλείται δεν είναι παρά η δική του αυθαίρετη απόφαση. Ακόμα και αυτό το άρθρο 42 του Ν. 4250/2014, που προβλέπει τον “επανέλεγχο” των συμβάσεων, δεν περιλαμβάνει παρά μόνο τη γενική κατεύθυνση. Για τα λοιπά, δηλαδή για τον τρόπο του ελέγχου, το βάθος χρόνου στο οποίο θα εκταθεί, τα κριτήρια κ.λπ. εξουσιοδοτείται ο ίδιος ο Υπουργός. Ο “νόμος” λοιπόν στην πραγματικότητα είναι αυτός που ο ίδιος μονομερώς και κατά το δοκούν θέσπισε εκδίδοντας τη σχετική Υπουργική Απόφαση, βάσει μίας ευρύτατης νομοθετικής εξουσιοδότησης που του παρείχε η οιονεί “αυτόματη” μνημονιακή πλειοψηφία –κατά παράβαση του συνταγματικού κανόνα που αποκλείει την εξουσιοδότηση προς τους Υπουργούς να νομοθετούν “εν λευκώ”.

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

Η ΔΕΘ και η κατάρριψη των μύθων

Η παρουσία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, στη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης προέβαλε έναν άλλο λόγο και μία άλλη αντίληψη περί πολιτικής, από έναν χώρο και έναν άνθρωπο που καμία σχέση δεν έχει με όσους και όσα κυριάρχησαν στην ελληνική πολιτική ζωή τουλάχιστον τα τελευταία σαράντα χρόνια. Και, ταυτόχρονα, κατέρριψε πολλούς από τους μύθους που καλλιεργεί συστηματικά η κυβέρνηση και το συνολικό μνημονιακό μπλοκ εδώ και δύο χρόνια – μύθους που αποδείχθηκαν εσωτερικής αποκλειστικά κατανάλωσης και κατέρρευσαν ως πύργος από τραπουλόχαρτα.
Μύθος πρώτος : “Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μία δύναμη αντιευρωπαϊκή. Τυχόν επικράτησή του θα κάνει τη χώρα μας ευρωπαϊκό και διεθνή παρία”.

Σε συνέχεια μίας εξαιρετικά επιτυχημένης προεκλογικής καμπάνιας ως υποψήφιος πρόεδρος της Κομισιόν, εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, την περασμένη άνοιξη, σε συνέχεια του διαρκούς ευρωπαϊκού και διεθνούς ενδιαφέροντος που προκαλούν οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την έξοδο από την κρίση και η δυναμική του, που τον φέρνει όλο και πιο κοντά στην ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας, η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στην 79η ΔΕΘ απέδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι στην πραγματικότητα η μόνη πραγματικά σύγχρονη ευρωπαϊκή δύναμη. Απέδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο παρακολουθεί τις διεργασίες, τις συζητήσεις, τις ζυμώσεις και τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, αλλά παρεμβαίνει σε αυτές, επιχειρεί να τις επηρεάσει προς όφελος του ελληνικού λαού, αλλά και των εργαζομένων όλης της Ευρώπης. Απέδειξε ότι η πρότασή του δίνει διέξοδο για τη χώρα και, ταυτόχρονα, αποτελεί σημαντική συμβολή στη βάση ευρύτερων συσπειρώσεων και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργώντας ρήγματα στο μέχρι πρότινος απόλυτα κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο δόγμα και πιέζοντας για μία πιο δίκαιη κοινωνικά και πιο αναπτυξιακή στροφή της Ευρώπης. Απέδειξε, τέλος, σε αντίθεση με τις μνημονιακές κυβερνήσεις και την υποτελή, αντεθνική και ταυτόχρονα αναχρονιστική και αντιευρωπαϊκή στάση τους, ότι ο Αλέξης Τσίπρας – πολιτευόμενος με την ίδια συνέπεια και αποφασιστικότητα, είτε βρίσκεται στο Κόμο της Ιταλίας είτε στη Θεσσαλονίκη – αναδεικνύεται σε σημαντικό Ευρωπαίο ηγέτη και ο ΣΥΡΙΖΑ στην πολιτική εκείνη δύναμη που θα απαλλάξει τη χώρα από την ταμπέλα της “ψωροκώσταινας” και θα την καταστήσει πραγματικά ισότιμο εταίρο και συνομιλητή στα ευρωπαϊκά και διεθνή fora.

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Το ΠΑΣΟΚ πέθανε (;), ζήτω...τι;

Πριν ακριβώς δύο χρόνια, ως ακαδημαϊκή “υποχρέωση” έγραψα ένα κείμενο για το “φαινόμενο” ΠΑΣΟΚ, που προσπαθούσε να ανασυνθέσει εκ των υστέρων και κριτικά όλες τις απόπειρες μελέτης και εξήγησής του. Δεν θα μπορούσα λοιπόν να βρω καλύτερο “δώρο” για τα 40χρονα του ΠΑΣΟΚ, από μία εξαιρετικά περιληπτική, πολιτικά σχολιασμένη (και εν μέρει αναθεωρημένη) εκδοχή των βασικών σημείων αυτού του κειμένου.


Το κείμενο “έκλεβε” την προκλητική (και γι' αυτό εντυπωσιακή) εισαγωγή του βιβλίου του Τ. Παππά1 : Κατά μία έννοια είμαστε όλοι ΠΑΣΟΚ”. Η οποία, βέβαια, ακολουθείται από την αναγκαία διευκρίνηση : “Εδώ και τρεισήμιση δεκαετίες, αυτό το κόμμα ποτέ δεν έπαψε να καθορίζει τις ζωές μας με τρόπους θετικούς και αρνητικούς, ορισμένες φορές άμεσους αλλά και, συνηθέστερα, έμμεσους”.

Σήμερα, 40 χρόνια από την ίδρυσή του, με τη Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη, το ΠΑΣΟΚ παραμένει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, όσο και δημόσιας συζήτησης, αφού αποτέλεσε το κυρίαρχο κόμμα της ελληνικής πολιτικής σκηνής, όχι μόνο λόγω της μακρόχρονης παραμονής του στην κυβέρνηση, αλλά, κυρίως, γιατί αποτέλεσε τον πιο σύνθετο, ευπροσάρμοστο και μεταβαλλόμενο, καθώς και έναν εξαιρετικά ανθεκτικό – παρά τις ενδογενείς αντιφάσεις και μεταβολές του – κομματικό φορέα, ο οποίος μάλιστα ταυτίστηκε χρονικά και ουσιαστικά με τον ιστορικό κύκλο της Μεταπολίτευσης.

Είναι η σημερινή κατάσταση του ΠΑΣΟΚ που πόρρω απέχει από το κόμμα εκείνο που ιδρύθηκε πριν ακριβώς 40 χρόνια μία – έστω παρατεταμένη - “κρίση μέσης ηλικίας”; Ή μήπως ο “επιθανάτιος ρόγχος” του; Θα φανεί πολύ σύντομα. Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, είναι χρήσιμο και κρίσιμο να αντιληφθούμε τι ήταν και τι εκπροσωπούσε, για να είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε αν και τι θα πάρει τη θέση του. Διότι, ως γνωστόν, η φύση (και η πολιτική) απεχθάνεται τα κενά.