Κρατάω το στόμα μου κλειστό,
τα χείλη μου ματώσανε.
Κι αυτοί που μας προδώσανε,
ανέραστοι να μείνουν.
"Κουφάλες! Δεν ξοφλήσαμε",
αυτό έχω μόνο να τους πω.
Τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν...
Κάποια στιγμή, κάνοντας έρευνα σε αρχεία της εποχής της Δικτατορίας, στο πλαίσιο ενός σεμιναρίου, πέφτω πάνω σε ένα δημοσίευμα, ένα μικρό μονόστηλο, μίας από τις αντιστασιακές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο εξωτερικό. Μεταφέρει πληροφορίες σχετικά με το βασανισμό δύο νέων, κρατουμένων της Χούντας.
Απίστευτο. Τον έναν τον ξέρω. Τυπικά. Ελάχιστες κουβέντες έχω αλλάξει μαζί του. Άλλωστε, δεν για ποιο λόγο; Είναι η προσωποποίηση του "απλού", "καθημερινού" ανθρώπου. Πού να φανταστώ ότι κρύβει ένα τέτοιο - "ιστορικά ενδιαφέρον" - παρελθόν;
Άλλη περίπτωση. Συζήτηση μεταξύ φίλων, περί ανέμων και υδάτων, ως συνήθως. Η κουβέντα έρχεται στις συμπτώσεις και στο πώς καθορίζουν με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο τη ζωή μας. Κάποιος λέει : "Να σας πω μια ιστορία να γελάσετε". Μας αφηγείται τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκε στην Ασφάλεια κατά τη διάρκεια της Χούντας. Κι έπειτα πώς βρέθηκε μέσα στο Πολυτεχνείο. Και - παραδόξως - γελάμε. Γιατί δεν λέει κουβέντα για όσα φοβερά έγιναν εκεί. Δεν λέει κουβέντα για τον εαυτό του.
Τις τελευταίες μέρες σκέφτομαι συνέχεια τις δύο αυτές μικρές ιστορίες. Ήρθαν στο μυαλό μου αυτόματα, ψάχνοντας να βρω μια εξήγηση, μια απάντηση, οτιδήποτε, απέναντι στην αμηχανία που μου προκαλεί η υποχρέωση να αποδεικνύω τα αυτονόητα. Απέναντι στην οργή που μου προκαλεί όχι η επιμονή των φασιστών να αμφισβητούν το Πολυτεχνείο και τους νεκρούς του (αυτό άλλωστε δεν είναι τωρινό), αλλά η αποδοχή που αυτό το αίσχος αποκτά μεταξύ όλο και περισσότερων ανθρώπων, και κυρίως πολλών συνομηλίκων μου, αγέννητων τότε, που δεν έχουν προσωπική εμπειρία από την εποχή.
Έψαξα στοιχεία, να "τεκμηριώσω" την ύπαρξη όσων φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν ή και δολοφονήθηκαν από τη Χούντα. Αναζήτησα άρθρα, το πόρισμα του εισαγγελέα Τσεβά, δημοσιεύματα... Με ταλαιπωρούσε μια ερώτηση : Μα πώς τολμάνε να λένε κάτι τέτοιο; Γιατί; Πού στηρίζονται; Πώς μπορούν;
Όταν θυμήθηκα τις δύο αυτές μικρές ιστορίες, κατάλαβα. Εκείνοι που στ' αλήθεια πέρασαν την κόλαση της χουντικής καταστολής, των βασανιστηρίων, των φυλακών, των εξοριών, εκείνοι που στ' αλήθεια είδαν τους φίλους και τους συντρόφους τους να πέφτουν νεκροί δολοφονημένοι από το φασιστικό χέρι των δικτατόρων, συνήθως δεν μιλάνε γι' αυτό.
Υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας. Δεν επιδιώκουν όμως τα "φώτα". Δεν μιλούν για εκείνη την εποχή. Κι όταν λένε την ιστορία τους, το κάνουν χαμηλόφωνα, σβήνοντας κάθε ίχνος προσωπικού τους ηρωισμού. Είναι εκείνοι που μας παρακολουθούν, τους νεότερους, με κατανόηση, με συμπάθεια. Είναι εκείνοι που δεν μας κουνάνε το δάχτυλο, που δεν λένε ποτέ "ξέρεις ποιος είμαι εγώ;". Είναι "απλοί", "καθημερινοί" άνθρωποι. Ίσως πολύ "απλοί" και πολύ "καθημερινοί". Γι' αυτό συχνά δεν τους παρατηρούμε.
Είναι όμως ακόμα εδώ, δίπλα μας. Κατά πάσα πιθανότητα κρύβονται πίσω από τον επόμενο γονιό, φίλο ή σύντροφο που θα μας χαμογελάσει με γνήσια χαρά, την ώρα που θα ξεδιπλώνουμε τα όνειρά μας. Γιατί αυτοί ξέρουν : "Τα όνειρα των εραστών δεν σβήνουν". Κι αυτό, είναι κάτι που κανένας φασίστας δεν θα καταλάβει ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας... Γι' αυτό δεν τους βλέπουν. Δεν αντέχουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου