"Η διασφάλιση της συνέχειας της οικονομικής πολιτικής του κράτους κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου με έκτακτες δημοσιονομικές δυσχέρειες εθνικού επιπέδου αποτελεί μείζον αγαθό, συνδεόμενο με το γενικό συμφέρον, σε σχέση με το ατομικό συμφέρον κάθε μιας καθαρίστριας, να διαταραχθεί η οργανική της θέση και να εξακολουθήσουν να απασχολούνται σε αυτή, αμειβόμενη όπως και πριν" (sic).
Του Βαγγέλη Παπαβασιλείου |
Αυτός είναι, σύμφωνα τουλάχιστον με τα δημοσιεύματα που κυκλοφόρησαν, ο πυρήνας του σκεπτικού της απόφασης, με την οποία ο Άρειος Πάγος "πάγωσε" (προσωρινά τουλάχιστον) την εφαρμογή της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που δικαίωνε τις απολυμένες καθαρίστριες του ΥΠΟΙΚ. Και μαζί με την εφαρμογή της απόφασης, "πάγωσε" και τις ελπίδες όλων των πολιτών που ένιωσαν προς στιγμήν να αναθερμαίνεται η εμπιστοσύνη τους προς την ελληνική Δικαιοσύνη και η πεποίθησή τους ότι μπορεί ο καθένας σ' αυτή τη χώρα, είτε είναι ισχυρός είτε αδύναμος, "να βρει το δίκιο του".
Εν αναμονή και της πλήρους αιτιολογίας της απόφασης επί της αίτησης αναστολής του Δημοσίου, δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί : Πού είναι όλοι εκείνοι που "διερρήγνυαν τα ιμάτιά τους" κατά της υπ' αριθμ. 1584/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυριζόμενοι ότι δήθεν αυτή στηρίζεται αποκλειστικά σε πολιτικά επιχειρήματα και κατακεραυνώνοντας τον Πρωτοδίκη που την εξέδωσε - ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, τεκμηρίωσε υποδειγματικά την απόφασή του, προβαίνοντας σε αναλυτική και συνδυαστική ερμηνεία του συνόλου των βασικών αρχών που διέπουν τη διοικητική δράση - ότι κινήθηκε με βάση ιδεολογικά και μόνο κίνητρα;
Η εν λόγω πρωτόδικη απόφαση στηρίχθηκε στην εξειδίκευση του δημοσίου και, στενότερα, του δημοσιονομικού συμφέροντος και της αρχής της οικονομικότητας, ως μη ταυτιζόμενων με το στενά ταμειακό συμφέρον (το οποίο, ωστόσο, εν προκειμένω αμφισβητείται και καθ' εαυτό, αφού για την κάλυψη των αναγκών καθαριότητας των οικονομικών υπηρεσιών, συνήφθησαν εκ των υστέρων απευθείας συμβάσεις με ιδιώτες εργολάβους καθαριότητας).
Περαιτέρω, η απόφαση υπενθύμισε την αρχή της νομιμότητας στη δράση της διοίκησης, η οποία επ' ουδενί δεν μπορεί να υποχωρεί μπροστά σε κανενός είδους (δήθεν) υπέρτερου συμφέροντος και η οποία, εν προκειμένω, απορρέει από την ίδια την έννοια της οργανικής θέσης, που "ως νομοθετημένη και προβλεπόμενη σε οργανόγραμμα, συνδέεται άρρηκτα με συγκεκριμένα καθήκοντα". Επομένως, για να υπακούει η κατάργηση οργανικών θέσεων (και μάλιστα εν συνόλω) στην αρχή της ορθολογικής οργάνωσης και της αποτελεσματικότητας της διοίκησης, θα πρέπει πλέον η άσκηση των συγκεκριμένων καθηκόντων να έχει καταστεί περιττή ή τα προσόντα, οι ικανότητες και η υπηρεσιακή απόδοση των εργαζομένων που κατέχουν τις συγκεκριμένες οργανικές θέσεις να μην αντιστοιχούν στην άσκηση των σχετικών καθηκόντων.
Τέλος, η πρωτόδικη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη την αρχή της αναλογικότητας, η οποία πρέπει απαρέγκλιτα να εφαρμόζεται κατά τη λήψη κάθε δυσμενούς μέτρου, έκρινε ότι η απόλυση των καθαριστριών θα έχει δυσανάλογο κόστος για τις ίδιες και τις οικογένειές τους, σε σύγκριση με το (ούτως ή άλλως αμφισβητούμενο) ταμειακό και δημοσιονομικό όφελος του Δημοσίου, ειδικά σε σχέση με την προσωρινή εκτελεστότητα της απόφασης.
Κι απέναντι σε όλα αυτά, τι απαντά ο Άρειος Πάγος; Ότι οι έκτακτες δημοσιονομικές ανάγκες τίθενται πάντοτε και a priori υπεράνω των ατομικών συμφερόντων και αναγκών. Και ότι η "συνέχεια της οικονομικής πολιτικής του κράτος" είναι "μείζον αγαθό", κρίνεται δε μόνο από το εκλογικό σώμα και όχι από τα δικαστήρια.
Δεν χρειάζεται κανείς να σχολιάσει το προφανές. Ότι, δηλαδή, ο Άρειος Πάγος κάνει πολιτική με την απόφασή του, και δη απροκάλυπτα, αφού στα επιχειρήματα της πρωτόδικης απόφασης αντιπαραθέτει κατά τρόπο αυθαίρετο και αφοριστικό το προβάδισμα του "γενικού" συμφέροντος έναντι του ατομικού, αντιστρέφοντας το σύνολο της νομικής σκέψης της νεωτερικότητας, που μόνο κατ' εξαίρεση δέχεται κάμψη των ατομικών δικαιωμάτων προς χάριν του γενικότερου συμφέροντος.
Δεν χρειάζεται, επίσης, να σχολιάσει κανείς το γεγονός ότι ο Άρειος Πάγος κάνει πολιτική με συντηρητικούς όρους, αφού - αντί να ελέγχει και να περιορίζει την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία - αναλαμβάνει να περιβάλει με το κύρος ενός ανώτατου δικαστηρίου μία προφανή κρατική αυθαιρεσία και κοινωνική αδικία.
Δεν χρειάζεται, τέλος, να σχολιάσει κανείς το γεγονός ότι ο Άρειος Πάγος - όπως και στο παρελθόν - ταυτίζει, κατά τρόπο απαράδεκτο, το δημόσιο συμφέρον με το στενά δημοσιονομικό και, εν συνεχεία, κρίνει (με ποια επιχειρηματολογία και με ποια αρμοδιότητα άραγε;) ότι αυτό το τελευταίο υπηρετείται μόνο με την άσκηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας.
Αξίζει όμως να σχολιάσει κανείς ορισμένα σημεία κρίσιμα. Όχι για τις καθαρίστριες και την υπόθεσή τους, αφού οι ίδιες έχουν δικαιωθεί εδώ και καιρό στη συνείδηση όλων μας και έχουν, άλλωστε, δηλώσει και αποδείξει ότι θα συνεχίσουν να αγωνίζονται μέχρι να επιστρέψει και η τελευταία στη δουλειά της. Σημεία κρίσιμα για τον ίδιο το θεσμό της Δικαιοσύνης, τον οποίο έχει καθήκον ο Άρειος Πάγος να προφυλάσσει και να προάγει.
Εάν είναι ορθή η "διαρροή" του σκεπτικού της απόφασης του Αρείου Πάγου, ότι "το ατομικό συμφέρον δεν μπορεί να νοείται και να λειτουργεί ανεξάρτητα προς τις εκ της εξυπηρετήσεως αυτού συνέπειες ως προς την αποτελεσματικότητα της οικονομικής πολιτικής του κράτους", το ανώτατο δικαστήριο της χώρας προσχωρεί σε μια λογική άκρως ανησυχητική και επικίνδυνη για το επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτών. Άραγε, κατά την ίδια λογική, το ατομικό συμφέρον εξετάζεται πάντα υπό το πρίσμα των οικονομικών του συνεπειών και ασχέτως της νομιμότητάς του ή μη και του αν μιλάμε για απλό συμφέρον ή για δικαίωμα;
Και, αντίστροφα, είναι μόνο η κρατική οικονομική πολιτική άξια υπέρτερης προστασίας ή στο μέλλον να ετοιμαζόμαστε για δικαστικές αποφάσεις που θα δέχονται την καταπάτηση θεμελιωδών δικαιωμάτων στο όνομα της υλοποίησης της όποιας κρατικής πολιτικής (π.χ. της εξωτερικής πολιτικής, σε σχέση με το βαθμό σεβασμού και προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων);
Και, σε κάθε περίπτωση, από πότε ο έλεγχος της εφαρμογής αρχών συνταγματικής περιωπής, όπως αυτή της αναλογικότητας, θεωρείται έλεγχος σκοπιμότητας και εξαιρείται από το πεδίο του δικαστικού ελέγχου;
Δυστυχώς, το ανώτατο δικαστήριο της χώρας επιβεβαίωσε πανηγυρικά τις εκτιμήσεις και την επιλογή της κυβέρνησης να προσφύγει, μέσω μιας δικονομικά πρωτοφανούς και έωλης διαδικασίας, απευθείας σε αυτό.
Και με αυτή τη βαθύτατα πολιτική απόφασή του προσπάθησε να βάλει οριστικό τέλος στις διεκδικήσεις των εργαζομένων, με το επιχείρημα ότι η αξιοπρέπειά τους, το δικαίωμά τους στην εργασία και η επιβίωση των ίδιων και των οικογενειών τους είναι "αμελητέα μεγέθη" μπροστά στην πιστή, στα όρια της ιδεοληψίας, εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου δόγματος.
Μόνο που, ως γνωστόν, καμία δικαστική απόφαση δεν μπορεί να βάλει τέλος στη διεκδίκηση, τη μαχητικότητα και τα όνειρα του ανθρώπου για ζωή και αξιοπρέπεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου