Στο ποδόσφαιρο λένε ότι καλός παίκτης είναι αυτός που «βλέπει» όλο το γήπεδο και σχεδιάζει την επόμενη κίνησή του στο παιχνίδι και όχι απαραίτητα αυτός που τρέχει πολύ.
Στο πολιτικό «παιχνίδι», όπου η Αριστερά θέλει – και οφείλει – να είναι «καλός παίκτης», ποιο είναι άραγε σήμερα το «γήπεδο»;
«Από καταβολής καπιταλισμού», η αστική τάξη οργάνωσε κατά βάση – αλλά όχι απόλυτα, αφού επιδιώκει την κατά το δυνατό συναίνεση των κυβερνωμένων – κυριαρχικά την εξουσία της γύρω από το εθνικό κράτος, αφού μέσω αυτού πέτυχε να ταυτιστεί στη συλλογική συνείδηση το λεγόμενο «εθνικό συμφέρον» με τα συμφέροντα της κάθε εθνικής αστικής τάξης. Μέσα λοιπόν σε αυτό το «γήπεδο», η Αριστερά δίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής μέχρι σήμερα τις πολιτικές της μάχες.
Όμως, το «γήπεδο» μένει πράγματι αναλλοίωτο; Γιατί, αν το «γήπεδο» έχει αλλάξει κι η Αριστερά «παίζει» με τους παλιούς κανόνες, τότε μάλλον βάζει μόνη της «αυτογκόλ».
Αν ανατρέξουμε σε μια διαφορετική σε σχέση με τους «κλασικούς» ορισμούς προσέγγιση, αυτή του Γκράμσι, θα βρούμε τον ορισμό του κράτους ως «του συνόλου των πρακτικών και των θεωρητικών δραστηριοτήτων, που με αυτές η κυρίαρχη τάξη δικαιώνει και διατηρεί την κυριαρχία της και, ακόμα πιο πέρα, καταλήγει να πετύχει τη δραστήρια συγκατάθεση των κυβερνωμένων».
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πρώτον, ότι το κράτος είναι ένα μέγεθος ιστορικά μεταβλητό και αντανακλά τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς κάθε εποχής. Και δεύτερον, ότι δεν έχει απαραίτητα ενιαία οργάνωση και δομή, αλλά είναι ένα σύνολο από ετερόκλητες δραστηριότητες με τις οποίες οργανώνει την εξουσία της η κυρίαρχη τάξη.
Έτσι λοιπόν, σήμερα, παράλληλα με το παραδοσιακό κράτος, αναδύονται κι άλλοι θεσμοί πολιτικής οργάνωσης της εξουσίας της αστικής τάξης που τείνουν να το συμπληρώσουν ή να το αντικαταστήσουν, όπως θα φανεί από την εξέλιξη.
Στο υπερεθνικό επίπεδο, όπου κυριαρχεί το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αριστερά έγκαιρα και μάλλον επιτυχημένα ενέταξε την ευρωπαϊκή οπτική στην πολιτική της, επιλογή που μέσα στη σημερινή διεθνή κρίση φαίνεται να δικαιώνεται.
Στο επίπεδο της εσωτερικής αποκέντρωσης των κρατικών λειτουργιών, δημιουργούνται νέοι θεσμοί πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι στην Ελλάδα, με την εφαρμογή του «Καλλικράτη» (και στη συνέχεια με την υλοποίηση του Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση»), προκύπτουν από τη μετεξέλιξη του παραδοσιακά λαϊκού θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης σε θεσμό αμιγώς πολιτικό, κυρίως όσον αφορά την αιρετή περιφέρεια. Γιατί, τι άλλο εκτός από πολιτικός είναι ένας θεσμός με αρμοδιότητες που εκτείνονται από τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, την απασχόληση, την ενέργεια και τη βιομηχανία και φτάνουν μέχρι την παιδεία, την υγεία και τον πολιτισμό;
Η πρόκληση λοιπόν για τη σύγχρονη Αριστερά, αν θέλει να γίνει ένας «καλός παίκτης», ικανός να αλλάξει τους συσχετισμούς, είναι να καταφέρει να εντοπίσει σωστά το «γήπεδο» του πολιτικού «παιχνιδιού». Με άλλα λόγια, να συνειδητοποιήσει ότι τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η τοπική οπτική, δεν είναι πλέον απλά συμπληρωματικά στοιχεία του κεντρικού πολιτικού σκηνικού, αλλά θεμελιώδη συστατικά στοιχεία του σύγχρονου κράτους. Να κάνει τον πολιτικό αγώνα σε ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο κεντρική επιλογή της και υπόθεση των εργαζομένων. Μόνο έτσι μπορεί «να κερδίσει τον αγώνα» και να «ξεσηκώσει την κερκίδα».
Στο πολιτικό «παιχνίδι», όπου η Αριστερά θέλει – και οφείλει – να είναι «καλός παίκτης», ποιο είναι άραγε σήμερα το «γήπεδο»;
«Από καταβολής καπιταλισμού», η αστική τάξη οργάνωσε κατά βάση – αλλά όχι απόλυτα, αφού επιδιώκει την κατά το δυνατό συναίνεση των κυβερνωμένων – κυριαρχικά την εξουσία της γύρω από το εθνικό κράτος, αφού μέσω αυτού πέτυχε να ταυτιστεί στη συλλογική συνείδηση το λεγόμενο «εθνικό συμφέρον» με τα συμφέροντα της κάθε εθνικής αστικής τάξης. Μέσα λοιπόν σε αυτό το «γήπεδο», η Αριστερά δίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορικής της διαδρομής μέχρι σήμερα τις πολιτικές της μάχες.
Όμως, το «γήπεδο» μένει πράγματι αναλλοίωτο; Γιατί, αν το «γήπεδο» έχει αλλάξει κι η Αριστερά «παίζει» με τους παλιούς κανόνες, τότε μάλλον βάζει μόνη της «αυτογκόλ».
Αν ανατρέξουμε σε μια διαφορετική σε σχέση με τους «κλασικούς» ορισμούς προσέγγιση, αυτή του Γκράμσι, θα βρούμε τον ορισμό του κράτους ως «του συνόλου των πρακτικών και των θεωρητικών δραστηριοτήτων, που με αυτές η κυρίαρχη τάξη δικαιώνει και διατηρεί την κυριαρχία της και, ακόμα πιο πέρα, καταλήγει να πετύχει τη δραστήρια συγκατάθεση των κυβερνωμένων».
Τι σημαίνει αυτό πρακτικά; Πρώτον, ότι το κράτος είναι ένα μέγεθος ιστορικά μεταβλητό και αντανακλά τους κοινωνικοπολιτικούς συσχετισμούς κάθε εποχής. Και δεύτερον, ότι δεν έχει απαραίτητα ενιαία οργάνωση και δομή, αλλά είναι ένα σύνολο από ετερόκλητες δραστηριότητες με τις οποίες οργανώνει την εξουσία της η κυρίαρχη τάξη.
Έτσι λοιπόν, σήμερα, παράλληλα με το παραδοσιακό κράτος, αναδύονται κι άλλοι θεσμοί πολιτικής οργάνωσης της εξουσίας της αστικής τάξης που τείνουν να το συμπληρώσουν ή να το αντικαταστήσουν, όπως θα φανεί από την εξέλιξη.
Στο υπερεθνικό επίπεδο, όπου κυριαρχεί το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Αριστερά έγκαιρα και μάλλον επιτυχημένα ενέταξε την ευρωπαϊκή οπτική στην πολιτική της, επιλογή που μέσα στη σημερινή διεθνή κρίση φαίνεται να δικαιώνεται.
Στο επίπεδο της εσωτερικής αποκέντρωσης των κρατικών λειτουργιών, δημιουργούνται νέοι θεσμοί πολιτικής εξουσίας, οι οποίοι στην Ελλάδα, με την εφαρμογή του «Καλλικράτη» (και στη συνέχεια με την υλοποίηση του Ε.Π. «Διοικητική Μεταρρύθμιση»), προκύπτουν από τη μετεξέλιξη του παραδοσιακά λαϊκού θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης σε θεσμό αμιγώς πολιτικό, κυρίως όσον αφορά την αιρετή περιφέρεια. Γιατί, τι άλλο εκτός από πολιτικός είναι ένας θεσμός με αρμοδιότητες που εκτείνονται από τον αναπτυξιακό σχεδιασμό, την απασχόληση, την ενέργεια και τη βιομηχανία και φτάνουν μέχρι την παιδεία, την υγεία και τον πολιτισμό;
Η πρόκληση λοιπόν για τη σύγχρονη Αριστερά, αν θέλει να γίνει ένας «καλός παίκτης», ικανός να αλλάξει τους συσχετισμούς, είναι να καταφέρει να εντοπίσει σωστά το «γήπεδο» του πολιτικού «παιχνιδιού». Με άλλα λόγια, να συνειδητοποιήσει ότι τόσο η ευρωπαϊκή όσο και η τοπική οπτική, δεν είναι πλέον απλά συμπληρωματικά στοιχεία του κεντρικού πολιτικού σκηνικού, αλλά θεμελιώδη συστατικά στοιχεία του σύγχρονου κράτους. Να κάνει τον πολιτικό αγώνα σε ευρωπαϊκό και τοπικό επίπεδο κεντρική επιλογή της και υπόθεση των εργαζομένων. Μόνο έτσι μπορεί «να κερδίσει τον αγώνα» και να «ξεσηκώσει την κερκίδα».
Δημοσιεύτηκε στη στήλη "Συναντήσεις" της "Αυγής" στις 24/3/2011.
ΑπάντησηΔιαγραφή