Αυτό το σαββατοκύριακο το πέρασα με τους ήρωες των παιδικών μου χρόνων. Όχι κανένα Superman – τους γονείς μου και αρκετούς οικογενειακούς φίλους.
Και θα πείτε, «καλά, τι ήρωες είναι αυτοί;». Ξέχασα. Ανήκω στα «τυχερά» παιδιά που είδαν το φως κάτω από το λαμπερό ήλιο της μεταπολίτευσης. Συγγενείς και φίλοι, είχαν όλοι από μια ιστορία να πουν. Άλλοι γεννημένοι σε χωριά, με γονείς αγρότες, άλλοι – πιο τυχεροί; - μεγαλωμένοι στις φτωχικές γειτονιές των πόλεων, δουλεύοντας από μικροί. Ο καθένας και μια διαφορετική, περισσότερο ή λιγότερο δύσκολη, ιστορία. Όμως οι ιστορίες τους είχαν «happy end». Παρά τα εμπόδια, όλοι αυτοί κάποια στιγμή μπήκαν στο Πανεπιστήμιο.
«Και ζήσαμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα». Μ’ αυτές τις ιστορίες μας κοίμιζαν τα βράδια. Τα πρωινά μας έστελναν σχολείο, αγγλικά, γαλλικά, ωδείο, φροντιστήριο. Ήθελαν να σπουδάσουμε. Να τους μοιάσουμε. Όχι, ήθελαν να γίνουμε καλύτεροι από εκείνους.
Έτσι μεγάλωνε τα παιδιά της η μεταπολιτευτική ελληνική οικογένεια, τουλάχιστον η δική μου και όσες έτυχε να συναντήσω. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η παιδεία ενίσχυσε κατακόρυφα την κοινωνική κινητικότητα. Ανοίξανε τα πανεπιστήμια και δέχτηκαν, για πρώτη φορά μαζικά, παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων, που ξέφυγαν έτσι από τη φτώχεια, έζησαν πολύ καλύτερα από τους γονείς τους. Κι ακόμα, μέσα σε λίγα χρόνια βοήθησαν να ανέβει κατακόρυφα το βιοτικό επίπεδο, κυρίως της υπαίθρου. Το ίδιο ονειρεύτηκαν για τα παιδιά τους.
Ήρθε άραγε η στιγμή το όνειρο να γίνει εφιάλτης; Το ελληνικό κράτος (που ποτέ δεν επένδυσε στη γνώση), αφού για αρκετά χρόνια μας ταλαιπώρησε – εμάς τα «τυχερά» παιδιά της μεταπολίτευσης – με ακριβοπληρωμένα φροντιστήρια, αφού μας πέρασε από τις συμπληγάδες των πανελλαδικών εξετάσεων, αφού μας στοίβαξε μέσα σε πανεπιστήμια παρατημένα στην καλή θέληση των καθηγητών και των συμφοιτητών μας, αφού μας έστειλε να δουλέψουμε τζάμπα, για να αποκτήσουμε εμπειρία, αφού μας άφησε τους περισσότερους να κάνουμε ουρές έξω από τον Ο.Α.Ε.Δ., έρχεται τώρα να κηρύξει το τέλος της μεταπολεμικής επιστημονικής «άνοιξης».
Αν δεν αλλάξει κάτι, τα δικά μας παιδιά θα μας λυπούνται. Όσοι από μας τελικώς κατάφεραν να πάρουν το πολυπόθητο πτυχίο – μεταπτυχιακό, διδακτορικό και ούτω καθεξής... – θα δουλεύουν ατελείωτα για λίγα ευρώ (αν υπάρχουν τότε ακόμα), συχνά σε δουλειές άσχετες με τις συσσωρευμένες στο άψογο βιογραφικό τους γνώσεις. Κι όσο για κύρος; Πάντα θα υπάρχει κάποιος κ. Πάγκαλος, να μαθαίνει στα παιδιά μας ότι «οι καθηγητές τους είναι κοπρίτες» ή ότι «οι γιατροί παίρνουν φακελάκια» ή ότι «οι δικηγόροι είναι κλέφτες και ψεύτες».
Κι αν αναρωτιέστε τι σημασία έχουν όλα αυτά, θα συμφωνήσω. Τι σημασία έχει αν θα πλουτίσουμε ή αν θα πεινάσουμε εμείς, αν θα ζήσουμε καλύτερα ή χειρότερα από τους προηγούμενους; Δεν έχει καν σημασία αν θα πάνε χαμένα όλα τα προσόντα που υπομονετικά τόσα χρόνια μαζεύαμε.
Εμένα άλλο με καίει: Ποιον θα έχουν ήρωα άραγε τα παιδιά μου; Ποιους θα θαυμάζουν, σε ποιους θα θέλουν να μοιάσουν; Θα έχουν κάποιο λόγο εκείνα να ακολουθήσουν το δρόμο της γνώσης; Κι αν όχι, ποιος θα αναλάβει να σπρώξει αυτή τη χώρα προς τα μπρος;
Υ.Γ. Ζητώ συγνώμη από τη γενιά μου, αυτή «του άρθρου 16», αλλά θα πάρω μια πρωτοβουλία χωρίς να τους ρωτήσω. Θέλω να κλείσω ραντεβού για το Σεπτέμβρη με τους γονείς μου και τους φίλους τους, είτε ανήκουν στη «γενιά του 1-1-4» και στη «γενιά του Πολυτεχνείου», είτε σ’ αυτούς που έκαναν καταλήψεις το ’79. Ραντεβού στις πορείες που θα κάνει ο μικρός μου αδελφός, η γενιά – δεν ξέρω πώς θα ονομαστεί – που έχει βάλει στο μάτι η κ. Διαμαντοπούλου. Καλό καλοκαίρι λοιπόν, ραντεβού το Σεπτέμβρη.
Και θα πείτε, «καλά, τι ήρωες είναι αυτοί;». Ξέχασα. Ανήκω στα «τυχερά» παιδιά που είδαν το φως κάτω από το λαμπερό ήλιο της μεταπολίτευσης. Συγγενείς και φίλοι, είχαν όλοι από μια ιστορία να πουν. Άλλοι γεννημένοι σε χωριά, με γονείς αγρότες, άλλοι – πιο τυχεροί; - μεγαλωμένοι στις φτωχικές γειτονιές των πόλεων, δουλεύοντας από μικροί. Ο καθένας και μια διαφορετική, περισσότερο ή λιγότερο δύσκολη, ιστορία. Όμως οι ιστορίες τους είχαν «happy end». Παρά τα εμπόδια, όλοι αυτοί κάποια στιγμή μπήκαν στο Πανεπιστήμιο.
«Και ζήσαμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα». Μ’ αυτές τις ιστορίες μας κοίμιζαν τα βράδια. Τα πρωινά μας έστελναν σχολείο, αγγλικά, γαλλικά, ωδείο, φροντιστήριο. Ήθελαν να σπουδάσουμε. Να τους μοιάσουμε. Όχι, ήθελαν να γίνουμε καλύτεροι από εκείνους.
Έτσι μεγάλωνε τα παιδιά της η μεταπολιτευτική ελληνική οικογένεια, τουλάχιστον η δική μου και όσες έτυχε να συναντήσω. Τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η παιδεία ενίσχυσε κατακόρυφα την κοινωνική κινητικότητα. Ανοίξανε τα πανεπιστήμια και δέχτηκαν, για πρώτη φορά μαζικά, παιδιά όλων των κοινωνικών τάξεων, που ξέφυγαν έτσι από τη φτώχεια, έζησαν πολύ καλύτερα από τους γονείς τους. Κι ακόμα, μέσα σε λίγα χρόνια βοήθησαν να ανέβει κατακόρυφα το βιοτικό επίπεδο, κυρίως της υπαίθρου. Το ίδιο ονειρεύτηκαν για τα παιδιά τους.
Ήρθε άραγε η στιγμή το όνειρο να γίνει εφιάλτης; Το ελληνικό κράτος (που ποτέ δεν επένδυσε στη γνώση), αφού για αρκετά χρόνια μας ταλαιπώρησε – εμάς τα «τυχερά» παιδιά της μεταπολίτευσης – με ακριβοπληρωμένα φροντιστήρια, αφού μας πέρασε από τις συμπληγάδες των πανελλαδικών εξετάσεων, αφού μας στοίβαξε μέσα σε πανεπιστήμια παρατημένα στην καλή θέληση των καθηγητών και των συμφοιτητών μας, αφού μας έστειλε να δουλέψουμε τζάμπα, για να αποκτήσουμε εμπειρία, αφού μας άφησε τους περισσότερους να κάνουμε ουρές έξω από τον Ο.Α.Ε.Δ., έρχεται τώρα να κηρύξει το τέλος της μεταπολεμικής επιστημονικής «άνοιξης».
Αν δεν αλλάξει κάτι, τα δικά μας παιδιά θα μας λυπούνται. Όσοι από μας τελικώς κατάφεραν να πάρουν το πολυπόθητο πτυχίο – μεταπτυχιακό, διδακτορικό και ούτω καθεξής... – θα δουλεύουν ατελείωτα για λίγα ευρώ (αν υπάρχουν τότε ακόμα), συχνά σε δουλειές άσχετες με τις συσσωρευμένες στο άψογο βιογραφικό τους γνώσεις. Κι όσο για κύρος; Πάντα θα υπάρχει κάποιος κ. Πάγκαλος, να μαθαίνει στα παιδιά μας ότι «οι καθηγητές τους είναι κοπρίτες» ή ότι «οι γιατροί παίρνουν φακελάκια» ή ότι «οι δικηγόροι είναι κλέφτες και ψεύτες».
Κι αν αναρωτιέστε τι σημασία έχουν όλα αυτά, θα συμφωνήσω. Τι σημασία έχει αν θα πλουτίσουμε ή αν θα πεινάσουμε εμείς, αν θα ζήσουμε καλύτερα ή χειρότερα από τους προηγούμενους; Δεν έχει καν σημασία αν θα πάνε χαμένα όλα τα προσόντα που υπομονετικά τόσα χρόνια μαζεύαμε.
Εμένα άλλο με καίει: Ποιον θα έχουν ήρωα άραγε τα παιδιά μου; Ποιους θα θαυμάζουν, σε ποιους θα θέλουν να μοιάσουν; Θα έχουν κάποιο λόγο εκείνα να ακολουθήσουν το δρόμο της γνώσης; Κι αν όχι, ποιος θα αναλάβει να σπρώξει αυτή τη χώρα προς τα μπρος;
Υ.Γ. Ζητώ συγνώμη από τη γενιά μου, αυτή «του άρθρου 16», αλλά θα πάρω μια πρωτοβουλία χωρίς να τους ρωτήσω. Θέλω να κλείσω ραντεβού για το Σεπτέμβρη με τους γονείς μου και τους φίλους τους, είτε ανήκουν στη «γενιά του 1-1-4» και στη «γενιά του Πολυτεχνείου», είτε σ’ αυτούς που έκαναν καταλήψεις το ’79. Ραντεβού στις πορείες που θα κάνει ο μικρός μου αδελφός, η γενιά – δεν ξέρω πώς θα ονομαστεί – που έχει βάλει στο μάτι η κ. Διαμαντοπούλου. Καλό καλοκαίρι λοιπόν, ραντεβού το Σεπτέμβρη.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΑΥΓΗ", στη στήλη "ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ" στο φύλλο της 27ης Ιουλίου 2011.
ΑπάντησηΔιαγραφή