Πολλά
γράφτηκαν με αφορμή την υπόθεση της «λίστας Λαγκάρντ». Για την ουσία της
υπόθεσης, αλλά και τη διαδικασία διερεύνησης τυχόν ποινικών ευθυνών των
ενεχόμενων σε αυτή πολιτικών προσώπων, οι πολίτες έχουν πλέον βγάλει τα
συμπεράσματά τους. Η συγκάλυψη επιδιώχθηκε με κάθε τρόπο: Από την
καταστρατήγηση της μυστικότητας της ψήφου των βουλευτών με τις τέσσερις
ξεχωριστές κάλπες, μέχρι τις αήθεις προσωπικές επιθέσεις εντός της
προανακριτικής επιτροπής, τα κόμματα της κυβέρνησης κατέβαλαν κάθε δυνατή
προσπάθεια «να βγάλουν λάδι» τον – ήδη αντιπρόεδρο της δικομματικής κυβέρνησης
και απαραίτητο για τη ΝΔ στήριγμα – κ. Βενιζέλο. Βέβαια, στη συνείδηση των
πολιτών οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση της «λίστας Λαγκάρντ» είναι κιόλας ένοχοι.
Ευρύτερα,
η ίδια υπόθεση επανέφερε στο προσκήνιο το ιδιότυπο καθεστώς ατιμωρησίας που επί
της ουσίας ισχύει για τα πολιτικά πρόσωπα, λόγω του άρθρου 86 του Συντάγματος
και του Νόμου περί Ευθύνης Υπουργών: Τα «υπουργικά» εγκλήματα παραγράφονται
μέσα σε πολύ σύντομο χρόνο, η απόφαση για την άσκηση ή μη ποινικής δίωξης είναι
προϊόν πολιτικών συμβιβασμών και εξαρτάται από τη βούληση της εκάστοτε
κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, ενώ η εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων γίνεται από
ειδικό δικαστήριο και με βάση ειδικούς – ευνοϊκότερους – κανόνες. Η
αναγκαιότητα, λοιπόν, ριζικής αναθεώρησης του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου,
ώστε τα «υπουργικά» αδικήματα να διερευνώνται, να κρίνονται και να τιμωρούνται,
ακριβώς όπως όλα τα υπόλοιπα, είναι μάλλον πανθομολογούμενη. Όμως...
Όμως,
η νομοθετική αυτή αλλαγή – ακόμα κι αν γίνει (πράγμα για το οποίο εύλογα
δικαιούται κανείς να αμφιβάλλει, λαμβάνοντας υπόψη με πόση «λύσσα» επιχειρήθηκε
η συγκάλυψη του σκανδάλου της «λίστας Λαγκάρντ») – δεν αρκεί για να μετατρέψει
σε «θαλασσινό αεράκι» τη δυσωδία των σκανδάλων που «κουκουλώθηκαν» από τις
δυνάμεις του μέχρι πρότινος δικομματισμού.
Δεν
αρκεί για να ξεχάσουν οι πολίτες το Βατοπαίδι και το πώς έκλεισε άρον-άρον τη
Βουλή ο τότε πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής για να παραγραφούν τα σχετικά αδικήματα.
Ούτε την υπόθεση Siemens και τον σκανδαλώδη εξωδικαστικό συμβιβασμό εις βάρος
του ελληνικού Δημοσίου, τον οποίο υπέγραψε ο κ. Στουρνάρας. Ούτε, βέβαια, και
τα «μαύρα» κομματικά ταμεία και την τραπεζική «φούσκα» των δύο πρώην μεγάλων
κομμάτων, το γεγονός ότι – με την αγαστή συνεργασία (γιατί άραγε;) μεγάλων
τραπεζικών στελεχών – ΝΔ και ΠΑΣΟΚ υποθήκευαν μελλοντικές κρατικές
επιχορηγήσεις, για να λαμβάνουν δάνεια χωρίς καμία, επί της ουσίας, εγγύηση
αποπληρωμής. Δεν αρκεί, τέλος, για να ξεχάσουν οι πολίτες τους χαριστικούς
όρους με τους οποίους παραχωρήθηκε στον κ. Σάλλα του Ομίλου Πειραιώς η Αγροτική
Τράπεζα εν μία νυκτί, ούτε και την αδιαφανή λειτουργία του ΤΑΙΠΕΔ, που εκποιεί
ερήμην της Βουλής και της κοινωνίας τη δημόσια περιουσία.
Ο
κατάλογος – που θα μπορούσε να είναι πολύ μακρύτερος – δεν θα σβηστεί εύκολα
από τη μνήμη των πολιτών. Πολλώ δε μάλλον που αυτή τη στιγμή οι ίδιοι άνθρωποι
που εμπλέκονται ή συγκαλύπτουν όλα αυτά τα σκάνδαλα, τους ζητούν τώρα ακόμα
περισσότερες θυσίες, για την υπέρβαση μιας κρίσης την οποία δεν προκάλεσαν.
Κι ακόμα, η
νομοθετική αυτή αλλαγή – ακόμα κι αν γίνει – δεν αρκεί για να εξασφαλίσει τη
διαφάνεια στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Πρώτα
απ’ όλα, χρειάζεται μία ριζική μεταρρύθμιση του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας
της Δικαιοσύνης, ιδίως σε σχέση με την ανάδειξη της δικαστικής ηγεσίας, ώστε να
περιοριστεί δραστικά η εξάρτησή της από την εκάστοτε κυβέρνηση. Είναι αναγκαία
η αναζήτηση πρόσφορων τρόπων κοινωνικής λογοδοσίας και ελέγχου της δικαστικής
εξουσίας, ώστε αυτή να λειτουργεί πραγματικά ανεξάρτητα, ώστε να εξασφαλίζεται
ότι κανείς – είτε είναι πολιτικό πρόσωπο, είτε είναι οικονομικός παράγοντας –
δεν θα αποφεύγει την κρίση της, όπως κάθε πολίτης.
Έπειτα,
είναι απαραίτητη μία ευρύτερη μεταβολή του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του
Δημοσίου και του πολιτικού συστήματος εν γένει, ώστε να μην αφήνει
«παραθυράκια» και να μην δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη φαινομένων
διαφθοράς. Είναι αναγκαία, ενδεικτικά, η αναθεώρηση του πλαισίου για τις
δημόσιες συμβάσεις, και κυρίως εκείνες που έχουν μεγάλο οικονομικό αντικείμενο,
η ενίσχυση του ελεγκτικού ρόλου της Βουλής, η ανάθεση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων
σε πραγματικά ανεξάρτητες ελεγκτικές αρχές, με ευρεία κοινωνική συμμετοχή. Με
άλλα λόγια, αν δεν τεθούν οι βάσεις για τον πλήρη έλεγχο και την απόλυτη
διαφάνεια στις συναλλαγές, τις λειτουργίες και τις συμφωνίες του ελληνικού
Δημοσίου, κατά τρόπον ώστε οι εκάστοτε «ενδιαφερόμενοι» να μην έχουν κίνητρο
και τρόπο να προωθούν τα ιδιωτικά τους συμφέροντα, εις βάρος του Δημοσίου, τότε
πάντοτε τα διαπλεκόμενα πολιτικά και οικονομικά «τζάκια» θα βρίσκουν τρόπους να
εγκληματούν εις βάρος των πραγματικών συμφερόντων της ελληνικής κοινωνίας.
Τέλος,
πέρα και πάνω από όλες τις θεσμικές και νομοθετικές ρυθμίσεις, η σημαντικότερη
προϋπόθεση είναι μία ουσιαστική πολιτική, αλλά και ηθική/αξιακή, μεταβολή.
Γιατί, δεν είναι οι διαδικαστικές αδυναμίες, που γέννησαν το καθεστώς
ατιμωρησίας των κυβερνητικών στελεχών τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας
Δημοκρατίας, αλλά η απουσία πολιτικής βούλησης για την αποκάλυψη και την
τιμωρία των σκανδάλων, η «συνένοχη σιωπή» του παλιού και διεφθαρμένου πολιτικού
συστήματος,
Και
η μόνη πολιτική δύναμη που έχει αποδείξει ότι διαθέτει πρόταση για τη διαφάνεια
και τον εκδημοκρατισμό της κρατικής λειτουργίας και του πολιτικού συστήματος,
αλλά κυρίως τη βούληση και το ηθικό ανάστημα να έρθει σε ρήξη με τη διαφθορά
και την ατιμωρησία, είναι εκείνη της οποίας τα στελέχη δεν βρίσκονται στη λίστα
κανενός Χριστοφοράκου, δεν υπέγραψαν την παραλαβή ελαττωματικών υποβρυχίων, δεν
εμπλέκονται σε κανενός είδους offshore εταιρίες. Η μόνη, λοιπόν, πολιτική
δύναμη που μπορεί να απαντήσει στο αίτημα της διαφάνειας στην πολιτική ζωή και
της τιμωρίας όσων έβλαψαν τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου είναι η Αριστερά
και ο ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί μεταξύ κάποιων λίγων μεγάλων ιδιωτικών οικονομικών
συμφερόντων και των αναγκών του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας
επιλέγει να παλέψει για το δεύτερο.
Δημοσιεύτηκε στις 18 Ιουλίου 2013 στην εφημερίδα "Ελευθερία" της Λάρισας.
ΑπάντησηΔιαγραφή