Ο νέος Κώδικας Δικηγόρων, που
κατατέθηκε στη Βουλή, έχει πολλές ρυθμίσεις, στις οποίες θα έπρεπε κανείς να
αναφερθεί και οι οποίες προκαλούν τη δίκαιη αντίδραση του δικηγορικού κόσμου.
Ωστόσο, επειδή – παρά την προσπάθεια να παρουσιαστεί ως μία «συντεχνιακή»
υπόθεση – ο Κώδικας Δικηγόρων αφορά την ουσία του θεσμού της Δικαιοσύνης, είναι
σημαντικό να καταρριφθούν ορισμένοι «χρήσιμοι» μύθοι, τους οποίους επιστρατεύει
επικοινωνιακά η κυβέρνηση.
Μύθος πρώτος : Οι δικηγόροι αποτελούν μία κλειστή «κάστα» προνομιούχων.
Η πραγματική εικόνα –
τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειοψηφία του δικηγορικού κόσμου της χώρας –
είναι πολύ διαφορετική : Μηδενικές ή ελάχιστες παραστάσεις στα δικαστήρια για
το 1/3 των δικηγόρων της Αθήνας (ποσοστό που φτάνει το 50% μεταξύ των
νεότερων), εργασία με «μπλοκάκι» και αμοιβές πολύ κάτω από τη Εθνική Γενική
Συλλογική Σύμβαση, για ωράριο 10-12 ωρών ημερησίως, αδυναμία περίπου του 40% να
καταβάλλει τις ασφαλιστικές του εισφορές – ο κατάλογος των προβλημάτων δεν έχει
τέλος.
Μύθος δεύτερος : Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν αρκετοί δικηγόροι
οφείλονται στο μεγάλο τους αριθμό.
Η αύξηση του αριθμού των
δικηγόρων υπήρξε σταδιακή και συνοδεύτηκε από μία αντίστοιχη οικονομική και
κοινωνική/πολιτισμική ανάπτυξη μεταπολεμικά. Το πρόβλημα βιωσιμότητας των
δικηγορικών γραφείων εμφανίστηκε τα τελευταία μόνο χρόνια και έχει κυρίως δύο
αιτίες : Η μία είναι η ανισοκατανομή της δικηγορικής ύλης. Η δεύτερη, και πιο σημαντική,
είναι η κατακόρυφη πτώση της οικονομικής δραστηριότητας και η ραγδαία
επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των πολιτών, την οποία προκάλεσε η υφεσιακή
πολιτική των μνημονίων.
Μύθος τρίτος : Η πλήρης απελευθέρωση των δικηγορικών αμοιβών θα μειώσει
για τους πολίτες το κόστος πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Πρώτα απ’ όλα, η δικαιοσύνη
έχει καταστεί «ακριβό σπορ» εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης των παραβόλων,
φόρων, τελών και εξόδων που σχετίζονται με τη διαδικασία της δίκης, λόγω της
εισπρακτικής λογικής που διέπει όλες τις πρόσφατες αλλαγές που επέφεραν τα
μνημόνια. Εξάλλου, για την πλήρη απελευθέρωση των αμοιβών πιέζουν οικονομικοί
«παίκτες», όπως τράπεζες, ασφαλιστικές και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις, οι
οποίες θέλουν – και έχουν τη διαπραγματευτική ισχύ να το πετύχουν – να μειώσουν
σε εξευτελιστικά επίπεδα το κόστος των νομικών υπηρεσιών (λ.χ. λιγότερο από 30
ευρώ για μία διαταγή πληρωμής). Αντίθετα, οι απλοί πολίτες, όχι μόνο δεν θα
μπορέσουν να «επωφεληθούν» από την κατάργηση των ελάχιστων αμοιβών, αλλά θα
αποτελέσουν και οι ίδιοι θύματα της μετατροπής της δικαιοσύνης σε
αγορά-ζούγκλα, όπου το τελικό «προϊόν», η αποτελεσματική προστασία των
δικαιωμάτων, της περιουσίας ή και της ίδιας της ζωής τους θα γίνεται
αντικείμενο «παζαριού».
Αν, λοιπόν, αυτή είναι σε
γενικές γραμμές η πραγματική εικόνα, χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των
κυβερνητικών μύθων, τι μπορεί να γίνει;
Πρώτα απ’ όλα, χρειάζεται ένας
αναπροσανατολισμός του ίδιου του δικηγορικού κόσμου. «Προς τα μέσα», με
μεγαλύτερη δημοκρατία, με συναδελφική αλληλεγγύη προς τους δικηγόρους που
παλεύουν για την επιβίωσή τους και όχι για τη διασφάλιση των συμφερόντων των
λίγων και ισχυρότερων ή την κάλυψη εκείνων που εκθέτουν το δικηγορικό
λειτούργημα. Αλλά και «προς τα έξω», με γνώμονα τις ανάγκες και τις αγωνίες των πολιτών, ώστε οι
δικηγόροι να σταθούν πραγματικοί υπερασπιστές τους, όχι μόνο στις ατομικές,
αλλά και στη μεγάλη συλλογική υπόθεση της περιφρούρησης της κοινωνίας και της
δημοκρατίας απέναντι στην κρίση και τα μνημόνια.
Κι έπειτα, είναι αναγκαία μία
ριζική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου άσκησης της δικηγορίας, αλλά και γενικότερα
της δικαιοσύνης, που να απαντά στις ανάγκες του σήμερα και να ανοίγει δρόμο για
το μέλλον. Επιμέρους σκέψεις έχουν κατατεθεί από πολλές πλευρές, όπως λ.χ. η
θέσπιση του «δημοσίου συνηγόρου», ως ανεξάρτητης αρχής ισότιμης προς τις κατά
τόπους εισαγγελίες, που θα αναλαμβάνει τις πάσης φύσεως υποθέσεις των πολιτών
που βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία.
Αυτό
που σε κάθε περίπτωση πρέπει να γίνει αντιληπτό είναι ότι μια κοινωνία χωρίς
ισχυρή και ανεξάρτητη δικαιοσύνη είναι μία κοινωνία έρμαιο στις διαθέσεις της
εκάστοτε εξουσίας. Και με αυτή την έννοια, η μετατροπή της νομικής υπεράσπισης
σε προϊόν είναι η άλλη όψη της διολίσθησης προς τον αυταρχισμό και της
καταπάτησης ακόμα και στοιχειωδών δικαιωμάτων, για χάρη των μνημονιακών
επιταγών.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Η εποχή" της Κυριακής 8/9/2013.
ΑπάντησηΔιαγραφή