Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Τελικά γίναμε Βαϊμάρη;

Κοινοβούλιο «υπό απαγόρευση». Το ναζιστικό κόμμα στη Βουλή. Επιθέσεις. Νεκροί. Τελευταίος, ο Παύλος Φύσσας. Προτάσεις κυβερνητικής συνεργασίας με τη «σοβαρή Χρυσή Αυγή». Συμψηφισμοί και γενικόλογες αναφορές στη βία και στον εξτρεμισμό. Τρεις βουλευτές της Χρυσής Αυγής ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Ακολουθεί ο εμπρησμός του Reichstag; Γίναμε, τελικά, Βαϊμάρη;
Η ανιστόρητη και ιδιοτελής θεωρία των «δύο άκρων» δεν είναι ο μόνος τρόπος να σκεφτεί κανείς το σήμερα υπό το πρίσμα της Βαϊμάρης, αφού πολλά από τα τότε διακυβεύματα, και σίγουρα η υπεράσπιση της Δημοκρατίας, παραμένουν διαχρονικά.
Από τους συνταγματικούς χειρισμούς των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων της Βαϊμάρης, μέχρι το ελληνικό Κοινοβούλιο, η ομοιότητα των αριθμών σοκάρει και αποδεικνύει τη διολίσθηση προς τον αυταρχισμό της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας: Το γερμανικό Κοινοβούλιο από 94 συνεδριάσεις το 1930 έφτασε σε μόλις 13 το 1932. Αντίστοιχα, το 1930 εκδόθηκαν 98 νόμοι και 5 διατάγματα, ενώ το 1932 η εικόνα είχε αντιστραφεί, με την έκδοση μόλις 5 νόμων έναντι 66 διαταγμάτων.1 Στα καθ' ημάς, ενώ από το 2000 μέχρι και το 2010 οι εκδοθείσες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου ήταν λιγότερες από 1,4 κατ' έτος (και συνηθέστατα αφορούσαν πράγματι έκτακτες περιπτώσεις), μόνο μέσα στο 2011 εκδόθηκαν 7 ΠΝΠ, αριθμός που εκτινάχθηκε σε 27 το 2012.
Σε αντίθεση δε με τη συνήθη αφήγηση για την άνοδο των ναζί, στην πραγματικότητα το υποτιθέμενο «κέντρο» της γερμανικής πολιτικής αποδείχθηκε ότι «έγερνε» επικίνδυνα υπέρ των ναζί: Ήδη από τα πρώτα βήματα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, οι ακροδεξιές παρακρατικές ομάδες (λ.χ. Freikorps) χρησιμοποιήθηκαν από την κρατική εξουσία εναντίον των εργατικών εξεγέρσεων και των αριστερών οργανώσεων. Οι απαγορεύσεις ίσχυαν μονομερώς για το αριστερό «άκρο», ενώ η «βελούδινη» αντιμετώπιση της ένοπλης δράσης της Άκρας Δεξιάς δεν είχε καμία σχέση με την αιματηρή καταστολή των εργατικών εξεγέρσεων, όπως στη Ρουρ. Άλλωστε, το «μετριοπαθές» πολιτικό «κέντρο» στη μεσοπολεμική Γερμανία αποτελούσαν οι υπερσυντηρητικές αστικές δυνάμεις, που αντιμετώπιζαν τον Χίτλερ ως ευκαιρία να απαλλαγούν από τη Βαϊμάρη και ένα διχασμένο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που εν ονόματι της «ουδετερότητας» ενίσχυε ηθελημένα ή αντικειμενικά τις επιδιώξεις των ναζί. Στην πραγματικότητα, η εισαγωγή στην πιο μαύρη σελίδα της ευρωπαϊκής Ιστορίας γράφτηκε από την αποτυχία, αλλά και την απροθυμία των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων να αντιμετωπίσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τους ναζί.
Και στην Ελλάδα ένα πραγματικό αντιναζιστικό «μέτωπο» παραμένει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, ανύπαρκτο, με ευθύνη και εδώ των δυνάμεων που επικαλούνται το «συνταγματικό τόξο»: υιοθέτηση του συνόλου της ακροδεξιάς ατζέντας, εξομοίωση των νεοναζί με την Αριστερά, διαφωνίες σε σχέση με τον αντιρατσιστικό νόμο, σύναψη ευκαιριακών κοινοβουλευτικών συμμαχιών με τους νεοναζί είναι η μέχρι σήμερα στάση τους.
Ωστόσο, διαφαίνεται για πρώτη φορά μία προσπάθεια συντεταγμένης θεσμικής αντιμετώπισης της Χ.Α., αν και με καθυστέρηση και παλινωδίες. Μπορούν και θέλουν οι αστικές πολιτικές δυνάμεις να προχωρήσουν με συνέπεια στην αντιπαράθεση αυτή; Σκοπεύουν να ανασχέσουν τον αυταρχικό τους κατήφορο και να σεβαστούν το Κοινοβούλιο, τη Δημοκρατία, τα δικαιώματα των πολιτών; Ή θα ζήσουμε μία νομική, συνταγματική και πολιτική παρωδία «α λα Βαϊμάρη»; Η ακροδεξιά συνιστώσα της Ν.Δ. και η διείσδυση της Χ.Α. στα Σώματα Ασφαλείας και τη Δικαιοσύνη δεν επιτρέπουν υπέρμετρη αισιοδοξία.
Όμως, σε αντίθεση με τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η δική μας ιστορία γράφεται ακόμη. Όσες κι αν είναι οι αναλογίες, η απάντηση στα διακυβεύματα κάθε περιόδου και τελικά στο διαχρονικό ερώτημα του «πώς θα προστατέψουμε τη Δημοκρατία;» εναπόκειται στο εκάστοτε πολιτικό σύστημα και κυρίως στο λαϊκό κίνημα. Η ιστορική αναλογία αποκαλύπτει τα προβλήματα και τις πιθανές διεξόδους - η τελική όμως έκβαση είναι αυτό ακριβώς που συνιστά τη «μαγεία» της πολιτικής.
Άρα; Άρα Βαϊμάρη δεν θα γίνουμε. Εκτός αν το επιλέξουμε, αν το επιτρέψουμε.
 
1 H.U. Wehler, «Deutsche Gesellschaftsgeschichte», Τόμος 4, C.H. Beck, Μόναχο, 2003.

1 σχόλιο: